- οξώνιο
- τοχημ. βλ. οξόνιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξόνιο — και οξώνιο, το χημ. ενυδατωμένο κατιόν υδρογόνου με χημικό τύπο Η3Ο +, πιο γνωστό ως υδροξώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxonium < οξ(υ) * + onium, κατάλ. τού διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου < νεολατ. ammonium] … Dictionary of Greek
υδροξώνιο — το, Ν χημ. θετικώς φορτισμένο ιόν, γνωστό και ως οξώνιο ή υδρόνιο, που σχηματίζεται κατά την πρόσληψη ενός πρωτονίου, ή υδρογονοκατιόντος, από ένα μόριο νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxonium] … Dictionary of Greek